ἁρμούς

ἁρμούς
ἁρμός
joint
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακόνδυλος — η, ο (Α ἀκόνδυλος, ον) [κόνδυλος] νεοελλ. αυτός που δεν έχει αρμούς, κλειδώσεις αρχ. αγρονθοκόπητος, άδαρτος …   Dictionary of Greek

  • αντεμβαίνω — ἀντεμβαίνω (Α) ταιριάζω, προσαρμόζομαι (αναφέρεται σε αρμούς, συνδέσμους, αρθρώσεις) …   Dictionary of Greek

  • δύτης — Άτομο που εφοδιάζεται με κατάλληλες αναπνευστικές συσκευές, ώστε να μπορεί να παραμείνει υποθαλάσσια, με σκοπό να εκτελέσει έρευνες και διάφορων ειδών εργασίες. Ο δ. χρησιμοποιεί συνήθως ένα ένδυμα από αδιάβροχο ύφασμα, το οποίο κλείνει ερμητικά… …   Dictionary of Greek

  • εννεάδεσμος — ἐννεάδεσμος, ον (Μ) αυτός που συγκρατείται με εννέα δεσμούς ή αρμούς …   Dictionary of Greek

  • εξαρμόζω — (AM ἐξαρμόζω) διαλύω τους αρμούς, αποσυνδέω από τις αρμογές, αποσυνθέτω μσν. εξαρμόζομαι παθαίνω εξάρθρωση …   Dictionary of Greek

  • κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… …   Dictionary of Greek

  • μετακόνδυλοι — μετακόνδυλοι, οι (Α) 1. οι τελευταίες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους, τους αρμούς, τα κότσια («τὰ ὀστᾱ τῶν δακτύλων σκυταλίδες καὶ φάλαγγες τὰ δὲ πρῶτα ἄρθρα προκόνδυλοι τὰ δὲ ἑξῆς κόνδυλοι τὰ δὲ τελευταῑα μετακόνδυλοι», Ρούφ.)… …   Dictionary of Greek

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • προσάρθρωσις — ώσεως, ἡ, Α [προσαρθροῡμαι] συνένωση με αρμούς, συναρμογή …   Dictionary of Greek

  • προσαρθρούμαι — όομαι, Α συνενώνομαι με αρμούς, συναρμόζομαι («καθ ἕνα δὲ ἕκαστον τῶν σπονδύλων προσήρθρωνται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρθροῦμαι «συναρμόζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”